ἐπιοίνιον — ἐπιοίνιος at masc/fem acc sg ἐπιοίνιος at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιοίνιος — ἐπιοίνιος, ον (Α) [οίνος] αυτός που αναφέρεται στο κρασί, που γίνεται πάνω στο κρασί ή για το κρασί («ἐπιοίνιον ἆθλον», Θέογν.) … Dictionary of Greek